- κυμόκτυπος
- κυμόκτυπος, -ον (Α)αυτός που αντηχεί από τους χτύπους τών κυμάτων («κυμόκτυπος Αιγαίος», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + κτῦπος με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυμοκτύπων — κυμόκτυπος wave sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek